- σορώϊον
- τὸ, Αύφασμα επικαλυμμένο με κερί το οποίο χρησιμοποιούνταν ως σάβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός. Κατά μία άποψη, το επίθημα -ώϊον προήλθε από τον τ. μνώιον, αιγυπτιακή λ. που σημαίνει ένα είδος δοχείου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.